- μαφιόζος
- οθηλ. -α1. ο συνδεόμενος με τη μαφία, που ανήκει στη μαφία.2. δικτυωμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαφιόζος — ο, θηλ. α 1. μέλος τής ιταλικής μαφίας 2. (κατ επέκτ.) αυτός που επιδιώκει την εξυπηρέτηση τών συμφερόντων του με αθέμιτα μέσα 3. μτφ. πανούργος, πονηρός, κατεργάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mafioso] … Dictionary of Greek
μαφιόζικος — η, ο [μαφιόζος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή που ταιριάζει σε μαφιόζο. επίρρ... μαφιόζικα με μαφιόζικο τρόπο … Dictionary of Greek